-
1 δέκατος
δέκατος, der Zehnte, von Hom. an überall. Bei Homer als bestimmte Zahlangabe z. B. Iliad. 2, 329 Odyss. 10, 29; Odyss. 19, 192 τῷ δ' ἤδη δεκάτη ἢ ἑνδεκάτη πέλεν ἠὼς οἰχομένῳ; als runde Bezeichnung einer ganz unbestimmten Vielheit Odyss. 14, 325. 19, 294 ἐς δεκάτην γενεήν; 16, 18 δεκάτῳ ἐνιαυτῷ; besonders merkwürdig Iliad. 8, 404. 418 ἐς δεκάτους περιτελλομένους ἐνιαυτούς, statt ἐς δέκατον ἐνιαυτόν, Homerisch plural. für den singular., oder statt ἐς δέκα ἐνιαυτούς, die Ordinalzahl statt der Cardinalzahl, was eine nicht minder Homerische Figur sein würde; auf seden Fall ist Bentley's Conjectur δέκα τούς müssig. – Vgl. δεκάτη.
-
2 πλέος
πλέος, ion. πλεῖος, aber auch πλέος, Her. 1, 178. 194, att. πλέως, πλέα, πλέων, voll, angefüllt, τινός, wie δυςμενέων ἀνδρῶν πλεῖος δόμ ος, Od. 4, 319; σὸν δὲ πλεῖον δέπας αἰεί, ll. 4. 262; εἰδώλων. δὲ πλέον πρόϑυρον, Ol 20, 855, πλεῖαί τοι χαλκοῦ κλισίαι, Il. 2, 226; νηλὴς σὺ καὶ ϑράσους πλέως, Aesch. Prom. 42; φρονήματος πλέως ὁ μῦϑός ἐστιν, ib. 955; φόβου πλέα τις εἶ, ib. 689; πάντα φόβου πλέα, Pers. 595; φῠναι τὸν ἄνδρα πάντ' ἐπιστήμης πλέω, Soph. Ant. 717, aber Ai. 1129 haben die mss. übereinstimmend ἄνδρα μωρίας πλέων; plur. οἱ πλέῳ, 1091; ἀναιδείας πλέαν, El. 597; ἐν πόλει ψόφου πλέᾳ, Eur. Ion 601; πόϑου πλέως, Bacch. 456; u. in Prosa: τινός, Her. 1, 178. 194; Ἀχιλλεὺς τοσαύτης ἦν υαραχῆς πλέως, Plat. Rep. III, 391 c; ϑεῶν εἶναι πάντα πλέα, Epin. 991 d, Folgde. – Von der Zeit sagt Hes. Th. 636 δέκα πλείους ἐνιαυτούς, zehn volle Jahre, wie πλέῳ ἤματι, O. 794. – Compar. πλειότερος, Od. 11, 359, wie Nic. Th. 119 Arat. 644.
-
3 πλέος
πλέος, voll, angefüllt. Von der Zeit: δέκα πλείους ἐνιαυτούς, zehn volle Jahre
См. также в других словарях:
δέφω — (AM δέφω) νεοελλ. κατεργάζομαι δέρματα, βυρσοδεψώ αρχ. 1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι, χειρομαλάσσω 2. μαλάσσω το αιδοίο, αυνανίζομαι («ἀλλ οὐδεμίαν ἄλλην ἑταίραν εἶδέ τις αὐτῶν, ἑαυτοὺς δ ἔδεφον ἐνιαυτοὺς δέκα») 3. μέσ. δέφομαι… … Dictionary of Greek
πλέως — πλέα, πλέων και ιων. τ. πλέος, πλέη, πλέον κ. επιτ. πλεῑος, πλείη και πλῆ, πλεῑον, Α 1. πλήρης, γεμάτος (α. «νηῡς πλείη βιότοιο», Ομ. Οδ. β. «εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον», Ομ. Οδ. γ. πλείη δὲ καὶ αὐλή», Ομ. Οδ. δ. «τάφρος πλέη ὕδατος», Ηρόδ. ε.… … Dictionary of Greek